Γράφουν στο capital.gr, ο Σπύρος Καψοκαβάδης, Διευθυντής, Υπηρεσίες Διαχείρισης Κινδύνων και ο Αντώνης Αντωνιάδης, Senior Manager, Υπηρεσίες ESG & Climate Change της ΣΟΛ Crowe Συμβουλευτικής.
Η νέα Ευρωπαϊκή Οδηγία για την Εταιρική Αναφορά Βιωσιμότητας (Corporate Sustainability Reporting Directive – CSRD) σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της διαφάνειας και της λογοδοσίας των επιχειρήσεων σε θέματα βιωσιμότητας. Η CSRD, η οποία τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2024, επεκτείνει τις υφιστάμενες απαιτήσεις της νομοθεσίας και εισάγει νέες προκλήσεις για τις επιχειρήσεις, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Η εφαρμογή της νέας οδηγίας θα επηρεάσει πάνω από 50.000 ευρωπαϊκές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των εισηγμένων και των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και περίπου 10.000 μη ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να συμμορφωθούν με ένα σύνολο νέων κανόνων, που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα, γεγονός που θα επηρεάσει τη λειτουργία και τη στρατηγική τους τα επόμενα χρόνια.
Αναλύοντας τη CSRD, μπορούμε να εντοπίσουμε τρεις βασικές προκλήσεις τις οποίες αναλύουμε σε αυτό το άρθρο. Αυτές αποτελούν κεντρικό πυλώνα για την επιτυχημένη εφαρμογή της οδηγίας και απαιτούν από τις επιχειρήσεις να αναπτύξουν νέες διαδικασίες και να προσαρμοστούν σε υψηλότερα πρότυπα διαφάνειας και λογοδοσίας.
1. Ανάλυση Διπλής Σημαντικότητας (Double Materiality)
Η Ανάλυση Διπλής Σημαντικότητας (Double Materiality) αποτελεί ένα από τα πιο σύνθετα και απαιτητικά στοιχεία της νέας οδηγίας, ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις που δεν έχουν πραγματοποιήσει κάποια παρόμοια διαδικασία στο παρελθόν. Ακόμη, όμως, και για τις εταιρείες που είναι ήδη εξοικειωμένες με τη διαδικασία, η διευρυμένη αυτή προσέγγιση ενδέχεται να απαιτεί την ανάπτυξη νέων συστημάτων και διαδικασιών για τη συλλογή και ανάλυση των δεδομένων. Τόσο ο όγκος, όσο και το είδος των πληροφοριών που καλείται μια επιχείρηση να δημοσιεύσει στο πλαίσιο της CSRD σχετίζονται άμεσα με τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης διαδικασίας.
Τι καινούργιο, λοιπόν, φέρνει η νέα οδηγία CSRD στη συγκεκριμένη διαδικασία; Δύο βασικά στοιχεία:
- Αρχικά, ορίζει πολύ πιο ξεκάθαρα πως μια εταιρεία καλείται να εξετάσει εάν ένα θέμα βιωσιμότητας είναι χρηματοοικονομικά σημαντικό (financially material) για εκείνη. Πιο συγκεκριμένα, αποσαφηνίζει ότι οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες που σχετίζονται με το θέμα βιωσιμότητας θα πρέπει αξιολογούνται βάσει της πιθανότητας εμφάνισής τους (likelihood of occurrence) και της δυνητικής έκτασης των χρηματοοικονομικών τους επιπτώσεων (magnitude of financial effect) βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Στο παρελθόν μόνο ορισμένες εταιρείες ακολουθούσαν παρόμοια μεθοδολογία που παραπέμπει σε μεθοδολογία αξιολόγησης υπολειμματικού κινδύνου (Residual Risk). Ταυτόχρονα, για να μπορέσει να αξιολογήσει τι είναι τελικά χρηματοοικονομικά σημαντικό για εκείνη θα πρέπει να έχει ορίσει συγκεκριμένα όρια (η νομοθεσία δεν θέτει συγκεκριμένα όρια) τα οποία όμως δεν σχετίζονται αποκλειστικά με οικονομικά μεγέθη, δεδομένου ότι υπάρχουν θέματα τα οποία δεν επηρεάζουν άμεσα τα οικονομικά στοιχεία αλλά έμμεσα μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην επίδοση μια εταιρείας. Για παράδειγμα κάποιο θέμα εταιρικής διακυβέρνησης μπορεί να συνδέεται με τη φήμη της εταιρείας και οι οικονομικές του επιπτώσεις να μην είναι αξιόπιστα μετρήσιμες. Σε εκείνες τις περιπτώσεις τα όρια θα πρέπει να βασίζονται σε ποιοτικούς παράγοντες. Εν κατακλείδι, τα συμπεράσματα της αξιολόγησης χρηματοοικονομικής σημαντικότητας των θεμάτων βιωσιμότητας θα πρέπει να βασίζονται σε τεκμηριωμένα στοιχεία.
- Εισάγει την σημαντικότητα επιπτώσεων (impact materiality) ως τον δεύτερο πυλώνα αξιολόγησης των θεμάτων βιωσιμότητας, παρόμοια με άλλα πρότυπα αναφοράς (π.χ., GRI). Η δεύτερη αυτή περιοχή αξιολόγησης αφορά τις επιπτώσεις της επιχείρησης στους ανθρώπους ή το περιβάλλον που σχετίζονται με θέματα βιωσιμότητας. Πιο συγκεκριμένα, η οδηγία απαιτεί από τις επιχειρήσεις να εφαρμόζουν αντικειμενικά κριτήρια, χρησιμοποιώντας κατάλληλα ποσοτικά ή/και ποιοτικά όρια για να αξιολογήσουν τη σημαντικότητα των πραγματικών και δυνητικών επιπτώσεων. Αυτό βασίζεται στη σοβαρότητα (κλίμακα, έκταση και μη αναστρέψιμος χαρακτήρας της επίπτωσης) και, για τις δυνητικές επιπτώσεις, επίσης στην πιθανότητα εμφάνισης. Αντίστοιχα και με τη χρηματοοικονομική σημαντικότητα, οι επιχειρήσεις πρέπει να καθορίσουν συγκεκριμένα όρια για να προσδιορίσουν αν τελικά οι επιπτώσεις είναι σημαντικές. Σε αυτή τη φάση μπορούν να αξιοποιηθούν άλλες εσωτερικές διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων ή/και διαδικασίες δέουσας επιμέλειας.
2. Ενσωμάτωση Πληροφοριών από την Αλυσίδα Αξίας
Η επόμενη πρόκληση που εισάγει η CSRD είναι ότι απαιτεί από τις επιχειρήσεις να ενσωματώνουν συγκεκριμένα δεδομένα που αφορούν τη βιώσιμη ανάπτυξη όχι μόνο από τις ίδιες, αλλά και από τους προμηθευτές, συνεργάτες και άλλους κρίσιμους παράγοντες της αλυσίδας αξίας.
Για παράδειγμα, μια επιχείρηση που παράγει ρούχα δεν μπορεί να περιοριστεί στην αναφορά των δικών της πολιτικών βιωσιμότητας, αλλά πρέπει να συμπεριλάβει στις πληροφορίες που θα δημοσιεύσει και τις πρακτικές που ακολουθούν οι προμηθευτές της, όπως η προέλευση των πρώτων υλών, η χρήση ενέργειας και οι συνθήκες εργασίας κ.ά.
Αυτή η απαίτηση παρουσιάζει πολλές προκλήσεις για τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα όταν έχουν εκτεταμένο δίκτυο προμηθευτών και συνεργατών. Συγκεκριμένα:
- Δυσκολία στην πρόσβαση σε δεδομένα: Σε πολλές περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις δεν έχουν πλήρη έλεγχο ή πρόσβαση στα δεδομένα των συνεργατών τους. Η συλλογή ακριβών και αξιόπιστων πληροφοριών από το σύνολο της αλυσίδας αξίας μπορεί να είναι εξαιρετικά περίπλοκη και χρονοβόρα.
- Διαφορετικά επίπεδα συμμόρφωσης: Οι προμηθευτές ενδέχεται να μην έχουν την ικανότητα ή τους πόρους να συμμορφωθούν με τις αυξημένες απαιτήσεις της CSRD, δεδομένου ότι πολλοί από αυτούς είναι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις. Αυτό μπορεί να απαιτήσει από τις επιχειρήσεις να επενδύσουν χρόνο και πόρους για να βοηθήσουν τους προμηθευτές τους να ευθυγραμμιστούν με τις νέες απαιτήσεις και να συγκεντρώσουν τις απαραίτητες πληροφορίες.
- Αξιοπιστία των δεδομένων: Η αξιοπιστία των δεδομένων που θα λαμβάνουν οι επιχειρήσεις από την αλυσίδα αξίας τους είναι σίγουρα αμφιλεγόμενη, δεδομένου ότι η πλειονότητα των προμηθευτών μιας επιχείρησης δεν θα εμπίπτουν οι ίδιοι στις απαιτήσεις της CSRD. Η παρακολούθηση και η επαλήθευση λοιπόν αυτών των δεδομένων μπορεί να δημιουργήσει την ανάγκη εξειδικευμένων διαδικασιών και συνεργασία με τρίτους φορείς.
Παρά τις προκλήσεις, η ενσωμάτωση πληροφοριών από την αλυσίδα αξίας προσφέρει στις επιχειρήσεις την ευκαιρία να ενισχύσουν τη βιωσιμότητά τους σε όλα τα επίπεδα και να δημιουργήσουν μια πιο υπεύθυνη και διαφανή σχέση με τους προμηθευτές και τους συνεργάτες τους.
3. Διασφάλιση Μη Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών
Η τρίτη πρόκληση αφορά τη διασφάλιση, μέσω εξωτερικού φορέα, των μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών που παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις στις αναφορές τους. Μέχρι τώρα, πολλές επιχειρήσεις δημοσίευαν εκθέσεις βιωσιμότητας και εταιρικής κοινωνικής ευθύνης χωρίς να υπόκεινται σε εξωτερικούς ελέγχους ή διαδικασίες διασφάλισης.
Αυτή η απαίτηση ενισχύει τη διαφάνεια και την αξιοπιστία των πληροφοριών, καθιστώντας τες πιο υπεύθυνες απέναντι στους επενδυτές, τους καταναλωτές και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη.
Οι οργανισμοί που είναι ήδη εξοικειωμένοι με τη διαδικασία διασφάλισης θα βρουν ευκολότερη τη συμμόρφωση, ενώ οι οντότητες που δεν έχουν περάσει τη διαδικασία στο παρελθόν θα πρέπει να δημιουργήσουν τους κατάλληλους εσωτερικούς ελέγχους και διαδικασίες για να προετοιμαστούν ανάλογα.
Η εφαρμογή της νέας οδηγίας CSRD φέρνει λοιπόν σημαντικές προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις. Με την υιοθέτηση της, οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν σε υψηλότερα πρότυπα διαφάνειας και λογοδοσίας. Αυτές οι προκλήσεις, αν και σύνθετες, μπορούν να μετατραπούν σε στρατηγικά πλεονεκτήματα για τις επιχειρήσεις που επιδιώκουν να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να συμβάλουν σε ένα πιο βιώσιμο μέλλον.
Η ΣΟΛ Crowe Συμβουλευτική πρωτοστατεί στην υποστήριξη των επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις νέες αυτές προκλήσεις. Με εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες ESG και Κλιματικής Αλλαγής, βοηθά τις επιχειρήσεις να αναπτύξουν στρατηγικές που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της οδηγίας CSRD, να ενσωματώσουν ουσιαστικές πληροφορίες από όλη την αλυσίδα αξίας και να διασφαλίσουν την αξιοπιστία των μη χρηματοοικονομικών τους πληροφοριών. Στόχος μας είναι να στηρίξουμε τις επιχειρήσεις να μετατρέψουν τις προκλήσεις της βιωσιμότητας σε στρατηγικά πλεονεκτήματα, ενισχύοντας τη διαφάνεια, την αξιοπιστία και την ανταγωνιστικότητά τους σε έναν κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται.