Η ψηφιακή μετάβαση των επιχειρήσεων, με ορίζοντα το 2025. Ευελιξία (Agility), Εμπιστοσύνη (Trust), Δεδομένα (Data)

Γράφει ο Σίμος Καλαματιανός, Director, Head of Technology Advisory and Assurance, ΣΟΛ Crowe

Κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19, η προσαρμογή των επιχειρήσεων στα νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα προκάλεσε ριζικές αλλά και ουσιώδεις αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας τους και στη δομή τους.  Η πιο σημαντική από αυτές, αν όχι υποχρεωτική αλλαγή στην οποία θα υποβληθούν όλες οι επιχειρήσεις μέσα στην επόμενη τριετία ώστε να παραμείνουν βιώσιμες, είναι η ψηφιακή τους μετάβαση. Εξάλλου, οι τάσεις που διαφαίνονται τον τελευταίο 1.5 χρόνο έχουν καταστήσει σαφές πως ο μετασχηματισμός των επιχειρήσεων με οδηγό την τεχνολογία παραμένει ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας τους.

Η ψηφιακή μετάβαση των επιχειρήσεων ανεξαρτήτως μεγέθους και δυναμικής, βασίζεται σε τρεις βασικούς πυλώνες: την Ευελιξία (Agility), την Εμπιστοσύνη (Trust) και τα Δεδομένα (Data). Με άλλα λόγια, η επίτευξη των στρατηγικών στόχων μέσω της αξιοποίησης των ψηφιακών τεχνολογιών, συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την περαιτέρω ενίσχυση και ισχυροποίηση της ευελιξίας τους, τη δημιουργία εμπιστοσύνης και την αξιοποίηση των δεδομένων.

Οι επιχειρήσεις σήμερα επενδύουν στην υλοποίηση τεχνολογικών λύσεων, με κυρίαρχες την ενίσχυση της δυνατότητας συνεργασίας (Collaboration), την υλοποίηση εφαρμογών και υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους (Cloud Computing) καθώς και την αξιοποίηση λύσεων Τεχνητής Νοημοσύνης (AI). Η υιοθέτηση τεχνολογικών λύσεων δεν συνεπάγεται εντούτοις τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό. Η επιτυχία της ψηφιακής μετάβασης συνδέεται άμεσα με τους βασικούς παράγοντες της ευελιξίας, της εμπιστοσύνης και των δεδομένων.

Ευελιξία και cloud services.

Ο πρώτος πυλώνας αφορά στην ευελιξία (agility). Οι επιχειρήσεις, την περίοδο της πανδημίας έπρεπε να κινηθούν χωρίς καθυστερήσεις, να πάρουν άμεσα αποφάσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα και να ανταποκριθούν ταχύτατα έτσι ώστε να επιβιώσουν λειτουργικά. Αυτός ο ρυθμός “λειτουργικής επιβίωσης” φαίνεται πως θα συνεχιστεί. Και το τεχνολογικό υπόβαθρο στο οποίο βασίζεται η δυνατότητα της άμεσης ανταπόκρισης και προσαρμογής δεν είναι άλλο από το Υπολογιστικό Νέφος (Cloud Computing).

Είναι γεγονός ότι η υιοθέτηση ψηφιακών λύσεων υπολογιστικού νέφους είχε ήδη επιταχυνθεί ακόμα και πριν από την πανδημία, κυρίως γιατί επιτρέπει στις επιχειρήσεις να επεκτείνονται ή να περιορίζονται σε συγκεκριμένους τομείς βάσει του στρατηγικού σχεδιασμού τους.

Οι πρωτοβουλίες που αφορούν στην υλοποίηση λύσεων υπολογιστικού νέφους αυξήθηκαν με γεωμετρική πρόοδο μέσα στην τελευταία διετία και κυρίως από τις αρχές 2020 όταν ξέσπασε η πανδημία. Λόγω του COVID-19 έγινε επιτακτική η ανάγκη αφενός η απομακρυσμένη εργασία, και αφετέρου η μεταφορά συστημάτων, διαδικασιών και δεδομένων στο cloud.  Διεθνώς, υπήρξε μαζική μετάβαση σε online εργαλεία συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν στη συνεργασία (Collaboration tools), εξ’ αποστάσεως επιχειρηματικών εκδηλώσεων (virtual business events), σεμιναρίων κλπ.

Ενδεικτικά και μόνο αναφέρεται πως σύμφωνα με στοιχεία της έγκυρης εταιρείας αναλύσεων International Data Corp. (IDC) το δεύτερο τρίμηνο του 2020, οι επενδύσεις σε public cloud υποδομές είχαν αυξηθεί 47.8% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, φτάνοντας σε απόλυτους αριθμούς τα 14.1 δισεκατομμύρια δολάρια και ξεπερνώντας για πρώτη φορά το επίπεδο των επενδύσεων σε non-cloud υποδομές. Αυτός ο ρυθμός της αύξησης των επενδύσεων σε τεχνολογικές λύσεις cloud συνεχίστηκε και το 2021 και προβλέπεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Η IDC προβλέπει πως αθροιστικά το σύνολο των επενδύσεων σε public και private cloud θα ανέλθει στα $109.3 δις μέχρι το 2024 και θα ανέρχεται στο 63.6% των συνολικών επενδύσεων σε υποδομές.

Σε γενικές γραμμές, όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν στο γεγονός πως θα υπάρξει εκτεταμένη υιοθέτηση των τεχνολογιών cloud τα επόμενα χρόνια, όπου περισσότερο από το 50% των επιχειρήσεων θα έχουν τουλάχιστον τις μισές εφαρμογές τους σε public cloud.

H αξία των δεδομένων (data) και η εξασφάλιση της εμπιστοσύνης (trust).

Σχετική με το cloud είναι και η αξία των δεδομένων (data). Ως αποτέλεσμα της πανδημίας, οι επιχειρήσεις χρειάζεται να λαμβάνουν ταχύτατα αποφάσεις που βασίζονται σε έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση, και άρα ο ρόλος των δεδομένων και η δυνατότητα ανάλυσής τους καταδεικνύονται ως καθοριστικοί παράγοντες. Συνεπώς τεχνολογίες στην τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης (Artificial Intelligence) και της Ανάλυσης Δεδομένων (Data Analytics) προβλέπεται πως θα τύχουν ευρύτερης αποδοχής στην αγορά και θα υπάρξει αύξηση των σχετικών υλοποιήσεων.

Και αν η μετάβαση σε cloud services και η αξιοποίηση των δεδομένων είναι μια προφανής εξέλιξη των επιχειρήσεων προς την ψηφιακή μετάβαση, ο κρισιμότερος παράγοντας επιτυχίας του εγχειρήματος του ψηφιακού Μετασχηματισμού των επιχειρήσεων σχετίζεται με την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης (trust).

Καθώς η ψηφιακή τεχνολογία αναπτύσσεται και οι επιχειρήσεις γίνονται όλο και περισσότερο εξαρτώμενες από αυτήν, ο έλεγχος και η διασφάλιση βρίσκεται όλο και περισσότερο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Συνεπώς, προβλέπεται πως θέματα που αφορούν στο πλαίσιο διασφάλισης της εμπιστοσύνης σε σχέση την υιοθέτηση λύσεων ψηφιακής τεχνολογίας και του ψηφιακού μετασχηματισμού θα βρίσκονται ψηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων των Διοικήσεων, αλλά και γενικότερα θα συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα “πεδία μάχης” στην αγορά των υπηρεσιών τεχνολογίας. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές προκλήσεις που συνδέονται με την “εμπιστοσύνη” είτε αυτή αφορά σε κανονιστικές απαιτήσεις είτε σε κυβερνοαπειλές (cyberthreats) και άλλους επιχειρηματικούς κινδύνους.

Είναι συνεπώς απαραίτητο στο σχεδιασμό της ψηφιακής στρατηγικής των επιχειρήσεων στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται (με το τέλος της πανδημίας), να προβλεφθεί και να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη διαχείριση επιχειρηματικών κινδύνων και ειδικότερα όσων απορρέουν από την χρήση τεχνολογίας (Technology Risk) με την περαιτέρω ενίσχυση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου. Εδώ η προσέγγιση επιβάλλεται να είναι διττή :

Αρχικά να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί ένα επαρκές πλαίσιο αυτοματοποιημένων εσωτερικών δικλείδων (Automated internal controls) τα οποία αναφέρονται στις νέες αυτοματοποιημένες, ψηφιακές διαδικασίες ενταγμένες στους επιμέρους κύκλους των επιχειρησιακών διαδικασιών (process cycles). Αυτό επιτυγχάνεται με την αντικατάσταση των υφιστάμενων ανιχνευτικών και διορθωτικών μέτρων (detective / corrective measures) με άλλα προληπτικά μέτρα (preventive measures), δηλαδή με την υλοποίηση αυτοματοποιημένων δικλείδων (automated controls), κάτι που αποτελεί και ένα από τους βασικούς στόχους του ψηφιακού μετασχηματισμού.

Στην συνέχεια να προστατεύει την επιχείρηση από αμιγώς κινδύνους κυβερνοασφάλειας (cyber-security risks), καθώς όπως αποδεικνύεται από την εμπειρία της πανδημία COVID-19, η αυξημένη χρήση και υιοθέτηση της ψηφιακής τεχνολογίας αυξάνει τον κίνδυνο των κυβερνοαπειλών και κυβερνοεπιθέσεων.

Εκτός από τους τρεις καθοριστικούς παράγοντες της ψηφιακής μετάβασης, οι επιχειρήσεις πρέπει να προβλέψουν και επιμέρους δράσεις, όπως αυτή της διαχείρισης του αυξημένου κινδύνου που απορρέει από τις υπηρεσίες τρίτων (Third-Party Risk), εξ’αιτίας και της αύξησης της εξάρτησης από τέτοιες υπηρεσίες (Cloud) καθώς και της υιοθέτησης μοντέλων και τεχνολογικών λύσεων για την ενιαία διαχείριση όλων των επιχειρηματικών κινδύνων (GRC – Governance Risk Compliance model). Οι επιχειρήσεις καλούνται σήμερα να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν την ψηφιακή τους μετάβαση. Η επιτυχία του ψηφιακού τους μετασχηματισμού περνάει μέσα από την αξιοποίηση των  σύγχρονων εργαλείων, όπως και από την ερμηνεία και προσαρμογή στις επικρατούσες τάσεις που τελικά ορίζουν την ίδια τη νέα ψηφιακή εποχή στην αγορά.