Ενισχύοντας την εταιρική διακυβέρνηση των εισηγμένων εταιρειών με τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την ενσωμάτωση καινοτόμων τεχνολογιών.

Άρθρο του Συμεών Καλαματιανού, Διευθυντή Υπηρεσιών Τεχνολογίας, ΣΟΛ Crowe Συμβουλευτική, στο Capital.

Σε μία ταχύτατα μεταβαλλόμενη επιχειρηματική πραγματικότητα, η «επιβίωση» των σύγχρονων επιχειρήσεων απαιτεί τον συνεχή μετασχηματισμό τους αναφορικά τόσο με τις διαδικασίες τους, όσο και με τον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας τους. Στην επίκαιρη, παγκόσμια συζήτηση για την εξέλιξη των επιχειρήσεων, γίνεται συχνά πλέον αναφορά σε διάφορους τύπους μετασχηματισμών όπως ο Ψηφιακός, ο Λογιστικός, o μετασχηματισμός Χρηματοοικονομικών Αναφορών και Πληροφόρησης, Κανονιστικής Συμμόρφωσης και Κινδύνων, ενώ όταν η έμφαση δίνεται στη μεταβολή των διαδικασιών, οι μετασχηματισμοί αυτοί αποκαλούνται συνήθως Επιχειρησιακοί.

Αδιαμφησβήτητα σήμερα, ο σημαντικότερος επιχειρησιακός μετασχηματισμός συνδέεται άμεσα με την υιοθέτηση σύγχρονων, καινοτόμων ψηφιακών τεχνολογιών (Digital Disruption) που αφορούν στην αυτοματοποίηση των διαδικασιών, με απώτερο στόχο την ψηφιοποίηση (digitalization) της λειτουργίας των επιχειρήσεων και την αντίστοιχη ψηφιακή μετάβαση τους (Ψηφιακός Μετασχηματισμός).

Κρίσιμο βήμα στο ταξίδι του κάθε επιχειρησιακού μετασχηματισμού (transformation journey), αλλά και παράγοντας της επιτυχίας του, αποτελεί η διαμόρφωση και η διατήρηση ενός επιχειρησιακού περιβάλλοντος που προσδιορίζεται και οροθετείται από τη λειτουργία σχεδιαστικά κατάλληλων εσωτερικών δικλείδων (Internal Controls). Κάτι τέτοιο, αποτελεί άλλωστε και βασική προϋπόθεση της αποτελεσματικής εφαρμογής του Πλαισίου (Συστήματος) Εταιρικής Διακυβέρνησης το οποίο έχει σχεδιάσει ή προσαρμόσει στις δικές της ανάγκες και υιοθετήσει η εκάστοτε επιχείρηση, στοχεύοντας στην επίτευξη των στόχων της επιχειρησιακής της στρατηγικής.

Σήμερα, η ενίσχυση του συστήματος εταιρικής διακυβέρνησης των ανωνύμων εταιρειών, συντελείται μέσω του εκσυγχρονισμού του σχετικού κανονιστικού πλαισίου και την εφαρμογή των διατάξεων του πλέον πρόσφατου νόμου περί εταιρικής διακυβέρνησης (Ν. 4706/2020), καθώς επίσης και της σχετικής απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (1/891/30.09.2020). Με το νέο Κανονιστικό Πλαίσιο, δίνεται έμφαση στην επάρκεια και αποτελεσματικότητα του Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου (ΣΕΕ), συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων και κανονιστικής συμμόρφωσης, και θέτει την υποχρέωση της περιοδικής (ανά τριετία βάσει της σχετικής απόφασης της ΕΚ) αξιολόγησης του ΣΕΕ και εφαρμογής των διατάξεων περί Εταιρικής Διακυβέρνησης (ΕΔ) του σχετικού νόμου, από ανεξάρτητο αξιολογητή.

Η αθέατη όμως πλευρά η οποία επιχειρείται να τονιστεί από το νέο Κανονιστικό Πλαίσιο για την ενίσχυση της Εταιρικής Διακυβέρνησης στις ανώνυμες εταιρείες, είναι αυτή που το διασυνδέει με την Ψηφιακή Τεχνολογία, δηλαδή με την ψηφιακή μετάβαση (digitalization). Η αμφίδρομη και ευθέως ανάλογη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ αφενός της ενίσχυσης της επάρκειας και αποτελεσματικότητας του ΣΕΕ και αφετέρου της περαιτέρω προώθησης της υλοποίησης ψηφιακών τεχνολογιών (ψηφιακός μετασχηματισμός) σε ευθυγράμμιση με τις βέλτιστες πρακτικές, αποτυπώνεται εμφατικά και με απόλυτη επιτυχία και στο πρόσφατο ελεγκτικό πρόγραμμα της ΕΛΤΕ σχετικά με τη διενέργεια της περιοδικής αξιολόγησης του ΣΕΕ των ανωνύμων εταιρειών από ανεξάρτητο αξιολογητή, βάσει του σχετικού νόμου και των αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Επισημαίνεται πως η πρώτη αξιολόγηση θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τις 31/03/2023 με ημερομηνία αναφοράς την 31/12/2022 και περίοδο αναφοράς από την έναρξη υποχρεωτικής εφαρμογής του προαναφερθέντος νόμου (17/07/2021).

Στις μέρες μας λοιπόν δεν θα ήταν υπερβολικός ο ισχυρισμός πως ικανή και αναγκαία συνθήκη της αποτελεσματικής εφαρμογής του συστήματος εταιρικής διακυβέρνησης είναι η επιτυχής υλοποίηση της ψηφιακής μετάβασης.

Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις βασικές παραμέτρους που προσδιορίζουν τη συσχέτιση μεταξύ του επαρκούς και αποτελεσματικού ΣΕΕ (και άρα του ενισχυμένου πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης) με το ψηφιακό μετασχηματισμό στα εξής:

Α.   Διακυβέρνηση και Στρατηγική Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ)

Β.   Πλαίσιο Διαχείρισης Κινδύνων ΤΠΕ και Ασφάλειας

Γ.    Πλαίσιο Δικλείδων στις γενικές διαδικασίες λειτουργίας των συστημάτων ΤΠΕ (Γενικές Δικλείδες ΤΠΕ)

Δ.   Πλαίσιο αυτοματοποιημένων εσωτερικών δικλείδων (Automated internal controls) αναφορικά με τις νέες αυτοματοποιημένες/ ψηφιακές διαδικασίες ενταγμένες στους επιμέρους κύκλους των επιχειρησιακών διαδικασιών

Ε.    Ανάπτυξη ψηφιακών καναλιών διάχυσης της πληροφόρησης και επικοινωνίας για την υποστήριξη της λειτουργίας των εσωτερικών δικλείδων

ΣΤ. Παρακολούθηση του ΣΕΕ σε σχέση με κινδύνους ΤΠΕ

Τα παραπάνω αναφέρονται στα εξής αντικείμενα αξιολόγησης όπως έχουν καθοριστεί από την 1/891/30.9.2020 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς βάσει και των αντίστοιχων πυλώνων του Πλαισίου ΣΕΕ της επιτροπής COSO (COSO: Internal Control Integrated Framework) :

  • Το Α. αναφέρεται κυρίως στο αντικείμενο/ πυλώνα «Ελεγκτικοί Μηχανισμοί και Δικλείδες Ασφάλειας» (Control Activities) αλλά και  στο «Περιβάλλον Ελέγχου» (Control Environment),
  • To B. στη «Διαχείριση Κινδύνων» (Risk Management),
  • To Γ. και το Δ. στο αντικείμενο/ πυλώνα «Ελεγκτικοί Μηχανισμοί και Δικλείδες Ασφάλειας» (Control Activities),
  • Το Ε. στο «Σύστημα Πληροφόρησης και Επικοινωνίας» (Information and Communication), και
  • Το ΣΤ. στο αντικείμενο Παρακολούθηση του ΣΕΕ (Monitoring)

Οι επιχειρήσεις δέχονται σήμερα πολλαπλές προκλήσεις με σημαντικότερη όλων τον μετασχηματισμό των διαδικασιών και της λειτουργίας τους ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης καινοτόμων, ψηφιακών λύσεων. Ταυτόχρονα, απαιτείται η συμμόρφωσή τους με τα κανονιστικά πλαίσια, η επαρκής διαχείριση των κινδύνων και η περαιτέρω ενίσχυση της ακεραιότητας, της διαφάνειας και της λογοδοσίας. Κοινός παρονομαστής στην επιτυχημένη αντιμετώπιση όλων αυτών των προκλήσεων είναι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των μετόχων, των πελατών, των προμηθευτών, των υπαλλήλων, των κανονιστικών αρχών και των άλλων ενδιαφερομένων μερών μέσω του πλαισίου Εταιρικής Διακυβέρνησης και της υλοποίησης επαρκούς και αποτελεσματικού ΣΕΕ. Στη σύγχρονη εποχή της ψηφιακής οικονομίας, κάτι τέτοιο μπορεί να προέλθει μόνο από την εμπέδωση της ψηφιακής εμπιστοσύνης (Digital Trust).

Η ψηφιακή μετάβαση των επιχειρήσεων, με ορίζοντα το 2025. Ευελιξία (Agility), Εμπιστοσύνη (Trust), Δεδομένα (Data)

Γράφει ο Σίμος Καλαματιανός, Director, Head of Technology Advisory and Assurance, ΣΟΛ Crowe

Κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19, η προσαρμογή των επιχειρήσεων στα νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα προκάλεσε ριζικές αλλά και ουσιώδεις αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας τους και στη δομή τους.  Η πιο σημαντική από αυτές, αν όχι υποχρεωτική αλλαγή στην οποία θα υποβληθούν όλες οι επιχειρήσεις μέσα στην επόμενη τριετία ώστε να παραμείνουν βιώσιμες, είναι η ψηφιακή τους μετάβαση. Εξάλλου, οι τάσεις που διαφαίνονται τον τελευταίο 1.5 χρόνο έχουν καταστήσει σαφές πως ο μετασχηματισμός των επιχειρήσεων με οδηγό την τεχνολογία παραμένει ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας τους.

Η ψηφιακή μετάβαση των επιχειρήσεων ανεξαρτήτως μεγέθους και δυναμικής, βασίζεται σε τρεις βασικούς πυλώνες: την Ευελιξία (Agility), την Εμπιστοσύνη (Trust) και τα Δεδομένα (Data). Με άλλα λόγια, η επίτευξη των στρατηγικών στόχων μέσω της αξιοποίησης των ψηφιακών τεχνολογιών, συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την περαιτέρω ενίσχυση και ισχυροποίηση της ευελιξίας τους, τη δημιουργία εμπιστοσύνης και την αξιοποίηση των δεδομένων.

Οι επιχειρήσεις σήμερα επενδύουν στην υλοποίηση τεχνολογικών λύσεων, με κυρίαρχες την ενίσχυση της δυνατότητας συνεργασίας (Collaboration), την υλοποίηση εφαρμογών και υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους (Cloud Computing) καθώς και την αξιοποίηση λύσεων Τεχνητής Νοημοσύνης (AI). Η υιοθέτηση τεχνολογικών λύσεων δεν συνεπάγεται εντούτοις τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό. Η επιτυχία της ψηφιακής μετάβασης συνδέεται άμεσα με τους βασικούς παράγοντες της ευελιξίας, της εμπιστοσύνης και των δεδομένων.

Ευελιξία και cloud services.

Ο πρώτος πυλώνας αφορά στην ευελιξία (agility). Οι επιχειρήσεις, την περίοδο της πανδημίας έπρεπε να κινηθούν χωρίς καθυστερήσεις, να πάρουν άμεσα αποφάσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα και να ανταποκριθούν ταχύτατα έτσι ώστε να επιβιώσουν λειτουργικά. Αυτός ο ρυθμός “λειτουργικής επιβίωσης” φαίνεται πως θα συνεχιστεί. Και το τεχνολογικό υπόβαθρο στο οποίο βασίζεται η δυνατότητα της άμεσης ανταπόκρισης και προσαρμογής δεν είναι άλλο από το Υπολογιστικό Νέφος (Cloud Computing).

Είναι γεγονός ότι η υιοθέτηση ψηφιακών λύσεων υπολογιστικού νέφους είχε ήδη επιταχυνθεί ακόμα και πριν από την πανδημία, κυρίως γιατί επιτρέπει στις επιχειρήσεις να επεκτείνονται ή να περιορίζονται σε συγκεκριμένους τομείς βάσει του στρατηγικού σχεδιασμού τους.

Οι πρωτοβουλίες που αφορούν στην υλοποίηση λύσεων υπολογιστικού νέφους αυξήθηκαν με γεωμετρική πρόοδο μέσα στην τελευταία διετία και κυρίως από τις αρχές 2020 όταν ξέσπασε η πανδημία. Λόγω του COVID-19 έγινε επιτακτική η ανάγκη αφενός η απομακρυσμένη εργασία, και αφετέρου η μεταφορά συστημάτων, διαδικασιών και δεδομένων στο cloud.  Διεθνώς, υπήρξε μαζική μετάβαση σε online εργαλεία συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν στη συνεργασία (Collaboration tools), εξ’ αποστάσεως επιχειρηματικών εκδηλώσεων (virtual business events), σεμιναρίων κλπ.

Ενδεικτικά και μόνο αναφέρεται πως σύμφωνα με στοιχεία της έγκυρης εταιρείας αναλύσεων International Data Corp. (IDC) το δεύτερο τρίμηνο του 2020, οι επενδύσεις σε public cloud υποδομές είχαν αυξηθεί 47.8% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, φτάνοντας σε απόλυτους αριθμούς τα 14.1 δισεκατομμύρια δολάρια και ξεπερνώντας για πρώτη φορά το επίπεδο των επενδύσεων σε non-cloud υποδομές. Αυτός ο ρυθμός της αύξησης των επενδύσεων σε τεχνολογικές λύσεις cloud συνεχίστηκε και το 2021 και προβλέπεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Η IDC προβλέπει πως αθροιστικά το σύνολο των επενδύσεων σε public και private cloud θα ανέλθει στα $109.3 δις μέχρι το 2024 και θα ανέρχεται στο 63.6% των συνολικών επενδύσεων σε υποδομές.

Σε γενικές γραμμές, όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν στο γεγονός πως θα υπάρξει εκτεταμένη υιοθέτηση των τεχνολογιών cloud τα επόμενα χρόνια, όπου περισσότερο από το 50% των επιχειρήσεων θα έχουν τουλάχιστον τις μισές εφαρμογές τους σε public cloud.

H αξία των δεδομένων (data) και η εξασφάλιση της εμπιστοσύνης (trust).

Σχετική με το cloud είναι και η αξία των δεδομένων (data). Ως αποτέλεσμα της πανδημίας, οι επιχειρήσεις χρειάζεται να λαμβάνουν ταχύτατα αποφάσεις που βασίζονται σε έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση, και άρα ο ρόλος των δεδομένων και η δυνατότητα ανάλυσής τους καταδεικνύονται ως καθοριστικοί παράγοντες. Συνεπώς τεχνολογίες στην τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης (Artificial Intelligence) και της Ανάλυσης Δεδομένων (Data Analytics) προβλέπεται πως θα τύχουν ευρύτερης αποδοχής στην αγορά και θα υπάρξει αύξηση των σχετικών υλοποιήσεων.

Και αν η μετάβαση σε cloud services και η αξιοποίηση των δεδομένων είναι μια προφανής εξέλιξη των επιχειρήσεων προς την ψηφιακή μετάβαση, ο κρισιμότερος παράγοντας επιτυχίας του εγχειρήματος του ψηφιακού Μετασχηματισμού των επιχειρήσεων σχετίζεται με την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης (trust).

Καθώς η ψηφιακή τεχνολογία αναπτύσσεται και οι επιχειρήσεις γίνονται όλο και περισσότερο εξαρτώμενες από αυτήν, ο έλεγχος και η διασφάλιση βρίσκεται όλο και περισσότερο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Συνεπώς, προβλέπεται πως θέματα που αφορούν στο πλαίσιο διασφάλισης της εμπιστοσύνης σε σχέση την υιοθέτηση λύσεων ψηφιακής τεχνολογίας και του ψηφιακού μετασχηματισμού θα βρίσκονται ψηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων των Διοικήσεων, αλλά και γενικότερα θα συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα “πεδία μάχης” στην αγορά των υπηρεσιών τεχνολογίας. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές προκλήσεις που συνδέονται με την “εμπιστοσύνη” είτε αυτή αφορά σε κανονιστικές απαιτήσεις είτε σε κυβερνοαπειλές (cyberthreats) και άλλους επιχειρηματικούς κινδύνους.

Είναι συνεπώς απαραίτητο στο σχεδιασμό της ψηφιακής στρατηγικής των επιχειρήσεων στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται (με το τέλος της πανδημίας), να προβλεφθεί και να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη διαχείριση επιχειρηματικών κινδύνων και ειδικότερα όσων απορρέουν από την χρήση τεχνολογίας (Technology Risk) με την περαιτέρω ενίσχυση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου. Εδώ η προσέγγιση επιβάλλεται να είναι διττή :

Αρχικά να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί ένα επαρκές πλαίσιο αυτοματοποιημένων εσωτερικών δικλείδων (Automated internal controls) τα οποία αναφέρονται στις νέες αυτοματοποιημένες, ψηφιακές διαδικασίες ενταγμένες στους επιμέρους κύκλους των επιχειρησιακών διαδικασιών (process cycles). Αυτό επιτυγχάνεται με την αντικατάσταση των υφιστάμενων ανιχνευτικών και διορθωτικών μέτρων (detective / corrective measures) με άλλα προληπτικά μέτρα (preventive measures), δηλαδή με την υλοποίηση αυτοματοποιημένων δικλείδων (automated controls), κάτι που αποτελεί και ένα από τους βασικούς στόχους του ψηφιακού μετασχηματισμού.

Στην συνέχεια να προστατεύει την επιχείρηση από αμιγώς κινδύνους κυβερνοασφάλειας (cyber-security risks), καθώς όπως αποδεικνύεται από την εμπειρία της πανδημία COVID-19, η αυξημένη χρήση και υιοθέτηση της ψηφιακής τεχνολογίας αυξάνει τον κίνδυνο των κυβερνοαπειλών και κυβερνοεπιθέσεων.

Εκτός από τους τρεις καθοριστικούς παράγοντες της ψηφιακής μετάβασης, οι επιχειρήσεις πρέπει να προβλέψουν και επιμέρους δράσεις, όπως αυτή της διαχείρισης του αυξημένου κινδύνου που απορρέει από τις υπηρεσίες τρίτων (Third-Party Risk), εξ’αιτίας και της αύξησης της εξάρτησης από τέτοιες υπηρεσίες (Cloud) καθώς και της υιοθέτησης μοντέλων και τεχνολογικών λύσεων για την ενιαία διαχείριση όλων των επιχειρηματικών κινδύνων (GRC – Governance Risk Compliance model). Οι επιχειρήσεις καλούνται σήμερα να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν την ψηφιακή τους μετάβαση. Η επιτυχία του ψηφιακού τους μετασχηματισμού περνάει μέσα από την αξιοποίηση των  σύγχρονων εργαλείων, όπως και από την ερμηνεία και προσαρμογή στις επικρατούσες τάσεις που τελικά ορίζουν την ίδια τη νέα ψηφιακή εποχή στην αγορά.