Διαβάστε το Ενημερωτικό Δελτίο Οκτωβρίου 2019 της ΣΟΛ Crowe.
Δείτε περισσότερα εδώ.
Διαβάστε το Ενημερωτικό Δελτίο Οκτωβρίου 2019 της ΣΟΛ Crowe.
Δείτε περισσότερα εδώ.
Διαβάστε το Ενημερωτικό Δελτίο της Φορολογικής Επιτροπής της ΣΟΛ Crowe.
Δείτε περισσότερα εδώ.
Γράφει ο Σπύρος Καψοκαβάδης
Ο Νόμος 4624/2019 αφορά στην αντικατάσταση του νομοθετικού πλαισίου που ρυθμίζει τη συγκρότηση και λειτουργία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), στη λήψη μέτρων εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και στην ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 στην εθνική νομοθεσία.
Ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ) έχει τεθεί σε εφαρμογή από την 25η Μαΐου 2018, παρ’ όλ’ αυτά ένας μεγάλος αριθμός ιδιωτικών και δη δημόσιων επιχειρήσεων δεν έχει προβεί στη λήψη των απαραίτητων μέτρων και κατ’ επέκταση στη συμμόρφωση με τον 679/2016.
Με την ψήφιση του 4624/2019, η άτυπη ‘’περίοδος προσαρμογής’’ φαίνεται να εκπνέει και οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψιν, έστω και καθυστερημένα, το θέμα της συμμόρφωσης.
Ο πολυαναμενόμενος νόμος, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 29η Αυγούστου 2019, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ΔΠΧ) του άρθρου 5 του ΓΚΠΔ 2016/679 και εμμένει στη λήψη μέτρων όπως ο περιορισμός πρόσβασης από Υπεύθυνους και Εκτελούντες την επεξεργασία, η ψευδονυμοποίηση, η κρυπτογράφηση και ο ορισμός Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων (ΥΠΔ).
Παρατηρώντας τα πιο βασικά σημεία του νέου νόμου, εστιάζουμε και παραθέτουμε κάποια από τα σημαντικότερα:
Σημειώνεται ότι, η ΑΠΔΠΧ εξετάζει τις διατάξεις του πρόσφατου νόμου 4624/2019 προκειμένου να διατυπώσει γνώμη για τις ρυθμίσεις του.
Εν κατακλείδι, επιβάλλεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όντας θέμα ηθικής και σεβασμού των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, διασφαλίζοντας παράλληλα το κύρος και την αξιοπιστία της επιχείρησης έχοντας εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη όλων των συναλλασσόμενων και εμπλεκόμενων μερών. Βασική προϋπόθεση για την ορθή εφαρμογή και την επίτευξη των ανωτέρω είναι η αλλαγή νοοτροπίας!
Γράφει ο Διονύσης Παπαγεωργακόπουλος
Παρά τις σημαντικές διακυμάνσεις και την πρόσφατη πτώση της αγοραίας αξίας των κρυπτονομισμάτων, η χρήση αυτών των στοιχείων έχει αυξηθεί σημαντικά από την πρώτη κυκλοφορία του bitcoin το 2009. Η κεφαλαιοποιημένη αξία τους ανήλθε σε 110 δισεκατομμύρια δολάρια στο τέλος του 2018 σε σχέση με το υψηλό των 770 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2018 και η κεφαλαιοποίηση της αγοράς κυριαρχείται από το Bitcoin, το οποίο έχει μερίδιο αγοράς 54%. Ωστόσο, τα κρυπτονομίσματα παραμένουν σχετικά ασήμαντα σε σύγκριση με τις βασικές κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων όπως οι συμμετοχικοί τίτλοι και το χρήμα αναγκαστικής κυκλοφορίας (fiat money) και προς το παρόν η ΕΚΤ εκτιμά ότι δεν αποτελούν συστημικό κίνδυνο.
Η IFRIC, αφού έλαβε υπόψη της τις λογιστικές απαιτήσεις για τα άυλα περιουσιακά στοιχεία, τα αποθέματα, τα μετρητά και τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, διευκρίνισε ότι τα κρυπτονομίσματα έχουν τα χαρακτηριστικά είτε του άυλου περιουσιακού στοιχείου είτε του αποθέματος, ανάλογα με το σκοπό της διατήρησής τους. Τα κρυπτονομίσματα που κατέχονται ως επένδυση θα πρέπει να αποτιμώνται είτε στο κόστος είτε στην αναπροσαρμοσμένη αξία σύμφωνα με το ΔΛΠ 38, ενώ αυτά που κατέχονται με σκοπό την πώλησή τους, στο πλαίσιο της συνήθους δραστηριότητάς της επιχείρησης θα αποτιμώνται σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 2 στη χαμηλότερη τιμή μεταξύ κόστους και καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας και τέλος αυτά που κατέχονται αποκλειστικά για πώληση στα πλαίσια κερδοσκοπικών συναλλαγών παρέχεται η δυνατότητα επιμέτρησής τους στην εύλογη αξία τους μείον το κόστος διάθεσης.
Εντός του 2019 η EFRAG ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κατανόησης και άλλων κρυπτογραφημένων περιουσιακών στοιχείων (utility, security ή hybrid token, e-money κ.α), των οποίων η χρήση τους στη χώρα μας δεν είναι προς το παρόν διαδεδομένη, ώστε να δοθεί καθοδήγηση ως προς την λογιστική απεικόνισή τους.
Γράφει ο Γεώργιος Σταματίου, Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής, Αντιπρόεδρος ΔΣ
Ένα διαρκές ζητούμενο για τη δημόσια διοίκηση, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, αποτελεί η αύξηση των εσόδων από τη φορολογία, έτσι ώστε οι ασκήσεις επί χάρτου για τη συνολική εικόνα της πορείας της ελληνικής οικονομίας να μπορούν να προσεγγίζουν την πραγματικότητα.
Πρώτη και βασική προϋπόθεση για την ουσιαστική αύξηση των εσόδων από τη φορολογία αποτελεί το ίδιο το φορολογικό σύστημα που επιλέγεται προς εφαρμογή.
Είναι γεγονός ότι η φορολογική πολιτική που εφαρμόστηκε από την αρχή της κρίσης μέχρι και σήμερα, η οποία είχε ένα σαφή, σχεδόν ετεροβαρή προσανατολισμό στην αποκλειστική ικανοποίηση των δημοσιονομικών υποχρεώσεων της χώρας, δεν κατάφερε να δημιουργήσει και τελικά να εμπεδώσει μια φορολογική συνείδηση.
Αυτό σε συνδυασμό με τις αντικειμενικές δυσκολίες των φορολογούμενων -φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων-, τη συνεχιζόμενη αστάθεια της ελληνικής οικονομίας, την σχετική απουσία πολιτικών για την απασχόληση και την ανάπτυξη, την πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος καθώς και την άνιση κατανομή των φορολογικών υποχρεώσεων σε συνδυασμό με την προοδευτική υποβάθμιση της κοινωνικής μέριμνας, οδήγησε εκ των πραγμάτων στη διατήρηση της φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής, παρά το γεγονός ότι οι φορολογικές υπηρεσίες έχουν βελτιωθεί σημαντικά.
Η αύξηση των εσόδων μέσω της φορολογίας προϋποθέτει κατ’αρχάς τη δραστική μείωση της φοροδιαφυγής, της οποίας πρώτο, ουσιαστικό βήμα είναι το ίδιο το φορολογικό σύστημα, το οποίο πρέπει να είναι αποτελεσματικό, απλό, σαφές, κοινωνικά δίκαιο, σταθερό, αξιόπιστο & διάφανο. Να έχει χαρακτηριστικά ανάπτυξης συνδεόμενα με την απασχόληση, την έρευνα και την καινοτομία. Να επικεντρώνεται στην ουσία και όχι στον τύπο. Να δημιουργεί πραγματικές συνθήκες κινήτρων όπως για παράδειγμα για τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν επενδυτικά προγράμματα και υλοποιούν επενδύσεις.
Προϋποθέτει παράλληλα τη δημιουργία μιας γενικότερης εικόνας για τη συνέχεια και συνέπεια του ίδιου του φορολογικού συστήματος, με την εξάλειψη εξαιρέσεων που κατά καιρούς προωθούνται, χωρίς να παρουσιάζουν εντούτοις σημαντικά αποτελέσματα. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα οι ρυθμίσεις για τον επαναπατρισμό κεφαλαίων. Για το συγκεκριμένο ζήτημα, υπήρξαν μέχρι σήμερα δύο νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση ταμειακών αναγκών του κράτους, παρακάμπτοντας όμως θεσμικές διαδικασίες που δημιουργούσαν τη γενική εικόνα της δυνατότητας ‘κάλυψης’ της φοροδιαφυγής από το ίδιο το κράτος. Τα αποτελέσματα και των δύο ρυθμίσεων ήταν ασθενή, δημιουργώντας όμως παράλληλα έντονο το αίσθημα της μη δικαιοσύνης και κινούνταν σε αντίθετη τροχιά από αυτή της εμπέδωσης της φορολογικής συνείδησης.
Ο όποιος σχεδιασμός για την αύξηση των φορολογικών εσόδων πρέπει να ξεκινά από το σχεδιασμό του ίδιου του φορολογικού συστήματος. Η αντίθετη πρακτική της δημιουργίας κανόνων σύμφωνα με τα προσδοκόμενα αποτελέσματα δεν μπορεί παρά να αποτυπώνει τη στιγμή και όχι το βάθος χρόνου. Και το βασικό ζητούμενο σε μια πορεία ανάπτυξης είναι η σταθερότητα και η βιωσιμότητα.