Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας – Οι επενδύσεις ενισχύουν το βιώσιμο μέλλον του ελληνικού τουρισμού

Γράφει ο Παναγιώτης Αλαμάνος, Διευθύνων Σύμβουλος, ΣΟΛ Crowe στο www.insider.gr.

Την τελευταία τριετία η παγκόσμια κοινότητα βιώνει πρωτοφανή διεθνή γεγονότα τα οποία έχουν προκαλέσει ριζικές, πολυεπίπεδες αλλαγές στα κράτη, στις κυβερνήσεις, στις οικονομίες και στον κοινωνικό ιστό. Οι αλλαγές αυτές δημιούργησαν μια εκ των πραγμάτων αρνητική συγκυρία για όλους τους επιχειρηματικούς κλάδους, συμπεριλαμβανομένου του κλάδου του τουρισμού και της φιλοξενίας.

Η παγκόσμια υγειονομική και η τρέχουσα ενεργειακή κρίση επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τους  τουριστικούς προορισμούς και τις τουριστικές επιχειρήσεις, αφού δέχτηκαν σημαντικές πιέσεις με ορατή την απειλή της βιωσιμότητάς τους. Ωστόσο η Ελλάδα και ο ελληνικός τουρισμός, επέδειξαν μια σημαντική ανθεκτικότητα δείχνοντας εξαιρετικά αντανακλαστικά αλλά και γρήγορα βήματα ανάκαμψης, γεγονός που τους επέτρεψε όχι μόνο να επιστρέψουν σε τροχιά ανάπτυξης αλλά και να καταγράψουν μια δραστική ενδυνάμωση του ελληνικού τουριστικού brand.

Tα στοιχεία καταδεικνύουν ότι το 2022 αποτελεί ένα έτος ορόσημο για τον ελληνικό τουρισμό δεδομένων των πολυάριθμων εξαγορών, των νεοεισερχομένων ξενοδοχειακών brands και των έργων ανακαίνισης που βρίσκονται σε εξέλιξη στον τουριστικό τομέα. Επιπλέον, η μείωση των lockdowns και των ταξιδιωτικών περιορισμών έχουν επαναφέρει τη δυνατότητα ταξιδιών στην προ πανδημίας περίοδο του 2019 – έτος που για τον παγκόσμιο τουρισμό αποτελεί την βάση για την παραγωγή συγκριτικών δεδομένων.  

Η θετικές εξελίξεις για τον ελληνικό τουρισμό αποτυπώθηκαν και στα στοιχεία για το 2021 αναφορικά με τις άμεσες ξένες επενδύσεις οι οποίες ξεπέρασαν το επίπεδο των 2 δισ. Ευρώ. Το ποσό αυτό  αποτελεί το 42% του συνόλου των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, καταδεικνύοντας ότι το βιώσιμο μέλλον του ελληνικού τουρισμού είναι άμεσα συνδεδεμένο με την προσέλκυση και υλοποίηση σημαντικών επενδυτικών έργων.

Η νέα στρατηγική για τον ελληνικό τουρισμό που πρόσφατα κατέθεσαν οι φορείς του τουρισμού στο αρμόδιο Υπουργείο προβλέπει 50 εκατ. αφίξεις έως το 2030, ένας αριθμός που ναι μεν σήμερα  μοιάζει εφικτός, περνάει όμως υποχρεωτικά μέσα από τη συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, ιδιαίτερα σε ζητήματα, νομοθεσίας, διαχείρισης προορισμών και χρηματοδότησης επενδύσεων. Η πρόσφατη υποβολή του δεύτερου αιτήματος πληρωμής ύψους 3,56 δισ. ευρώ από το ταμείο Ανάκαμψης για το «Ελλάδα 2.0», η οποία κατέστη εφικτή επειδή η Ελλάδα εκπλήρωσε επιτυχώς όλα τα προβλεπόμενα ορόσημα του πρώτου σκέλους, ανοίγει τον δρόμο έτσι ώστε ο τομέας του τουρισμού να αποκτήσει μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης τα εφόδια εκείνα που χρειάζεται για να σχεδιάσει και να υλοποιήσει την στρατηγική για το 2030.

Σήμερα, στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το Υπουργείο Τουρισμού έχει ήδη αναλάβει και δρομολογήσει έργα τα οποία δείχνουν μια σαφή κατεύθυνση για τις απαιτούμενες επενδύσεις που θα καταστήσουν βιώσιμη την υλοποίηση της νέας στρατηγικής για τον τουρισμό. Τα 7 κύρια υποέργα αφορούν στη διαχείριση προορισμών, στον ορεινό τουρισμό – για τη βελτίωση του τουριστικού προϊόντος ορεινού τουρισμού ώστε να καταστεί η Ελλάδα ελκυστικός προορισμός σε σύγκριση με άλλους Ευρωπαίους ανταγωνιστές, στον Τουρισμό υγείας & ευεξίας, στον  αγροτουρισμό και τη γαστρονομία, στην αναβάθμιση των τουριστικών λιμένων, στις προσβάσιμες παραλίες, στον τουρισμό καταδύσεων και τον υποβρύχιο τουρισμό καθώς και τα υποέργα που αφορούν στην τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση. Αυτά τα έργα αποτελούν και την βάση για την ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού τα επόμενα χρόνια.

Χτίζοντας πάνω στις επιτυχίες των προηγούμενων ετών, οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε τους διαθέσιμους πόρους χρηματοδότησης του ταμείου ανάκαμψης & ανθεκτικότητας έτσι ώστε να ενισχύσουμε την βιώσιμη ανάπτυξη των προορισμών και των τοπικών κοινωνιών εξασφαλίζοντας θέσεις εργασίας, αλλά και να επιταχύνουμε τις ιδιωτικές επενδύσεις που θα δημιουργήσουν συνθήκες για ποιοτικότερο τουρισμό και επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου.

Το μέλλον του Employee Engagement

Γράφει ο Αντώνης Πολυχρονίδης, Διευθυντής, Συμβουλευτικές Υπηρεσίες Ανθρώπινου Δυναμικού στο HR Professional.

Ίσως ένα από τα πιο δύσκολα θέματα του HR διαχρονικά, είναι αφενός η κατάλληλη προσέγγιση και αφετέρου η ρεαλιστική αποτίμηση του employee engagement. Πόσο μάλλον, όταν έχει μεσολαβήσει μια παγκόσμια υγειονομική κρίση με τεκτονικές αλλαγές στο περιβάλλον εργασίας.

Για να υπάρξει δέσμευση, χρειάζεται ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης και συνέπειας λόγων και έργων που να αποτυπώνεται στο παρόν και να ανανεώνεται δυναμικά κάθε μέρα.

Είναι ευρέως γνωστό, ότι τα τελευταία 20 χρόνια, έχει γίνει πολύ σημαντική προσπάθεια από τις εταιρίες να ασχοληθούν με το θέμα του engagement του ανθρώπινου δυναμικού τους. Πολλές έρευνες, πολλές δράσεις, χιλιάδες ώρες δουλειάς και αναλύσεων στατιστικών δεδομένων και βέβαια, ανάλογα ογκώδης αρθρογραφία για το θέμα. Η ερμηνεία μία:  Όσο υψηλότερο το employee engagement, τόσο μεγαλύτερη η θετική επίδραση σε μια σειρά από κρίσιμους δείκτες όπως παραγωγικότητας, απόδοσης, διατήρησης εργαζομένων, ικανοποίησης πελατών, εργασιακού κλίματος, κερδοφορίας κλπ.

Παρόλα αυτά, στα στατιστικά δεδομένα των τελευταίων ετών, οι δείκτες του employee engagement παραμένουν χαμηλοί ή στην καλύτερη περίπτωση μακριά από τις προσδοκίες των εταιριών. Μερικά πρόσφατα στοιχεία είναι ενδεικτικά:

  • Η Gallup, αναφέρει ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2021, μόνο λίγο πάνω από το 33% των εργαζομένων ήταν engaged στις εταιρίες που εργάζονται.  
  • Η Ευρώπη έχει τα χαμηλότερα επίπεδα δέσμευσης εργαζομένων στον κόσμο. Η ανάλυση της Gallup ανακάλυψε ότι το ποσοστό του employee engagement, βρίσκεται στο 21%.
  • Σύμφωνα με το Business Insider, στην Αμερική, περίπου το 70% των εργαζομένων στη μετά Covid εποχή, σκέφτονται να παραιτηθούν από τη δουλειά τους ακόμα και αν δεν έχουν βρει άλλη δουλειά.
  • Οι γυναίκες εργαζόμενες, δείχνουν περισσότερη δέσμευση από τους άνδρες συναδέλφους τους αλλά με ποσοστά που δεν υπερβαίνουν το 45%.
  • Η ηλικία των εργαζομένων, αποτελεί επίσης έναν καθοριστικό παράγοντα. Μελέτη έδειξε, ότι εργαζόμενοι άνω των 40 ετών δείχνουν μεγαλύτερη δέσμευση έναντι νεότερων συναδέλφων τους.
  • Μια δημοσίευση από την Capital Associated Industries, ανέφερε ότι το μόνο το 38% των εργαζομένων θα ήθελαν να παραμείνουν στην εταιρία που εργάζονται λόγω της ικανοποίησής τους από την ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής.

Η δέσμευση των εργαζομένων είναι μια συναισθηματική και πνευματική διεργασία. Ένας  εργαζόμενος πρέπει να το πιστεύει και να το αισθάνεται, για να υποστηρίξει με προθυμία τις προσπάθειες του οργανισμού για ανάπτυξη. Αρκετές φορές, δημιουργείται μια επίπλαστη ταύτιση της δέσμευσης με την αφοσίωση. Ίσως να αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, υπάρχει όμως μια διακριτή γραμμή μεταξύ τους: Η αφοσίωση είναι πλήρης προσήλωση σε κάποιον ή κάτι και εμπεριέχει  στοιχεία οικειοθελούς προσφορά ενέργειας,  χρόνου, ικανοτήτων και συναισθημάτων. Για να υπάρξει δέσμευση, χρειάζεται ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης και συνέπειας λόγων και έργων. Να αποτυπώνεται στο παρόν και να ανανεώνεται δυναμικά κάθε μέρα. Αλλιώς, μένουν μετέωρα αρκετά ερωτήματα και προβληματισμοί για το «συναισθηματικό συμβόλαιο» μεταξύ εργαζομένων και διοίκησης.

Σε πρόσφατη έρευνα που δημοσίευσε η Microsoft, η πανδημία αύξησε την εστίαση των εταιριών στη δέσμευση των εργαζομένων. Σε αυτήν την εξαιρετικά μεταμορφωτική περίοδο, οι επιχειρήσεις συνειδητοποιούν ακόμα περισσότερο, ότι οι εργαζόμενοι διαδραματίζουν έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στην επιτυχία και τη βιωσιμότητα τους, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι του επιχειρησιακού μετασχηματισμού.