Γράφει ο κ. Σταμάτης Δρίτσας, Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος, ΣΟΛ Crowe Συμβουλευτική, για την εφημερίδα Ναυτεμπορική.
Τα νέα Δώδεκα Πρότυπα Αναφοράς Περιβαλλοντικής, Κοινωνικής και Διοικητικής Αναφοράς (ESRS) καθορίζουν τις συγκεκριμένες πληροφορίες που οφείλει πλέον να γνωστοποιεί μια επιχείρηση σχετικά με θέματα που αφορούν το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση. Αυτές οι πληροφορίες εξετάζονται με εστίαση στις σημαντικές επιπτώσεις τους, τους κινδύνους και τις ευκαιρίες που προκαλούν.
Τα ESRS ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει δύο πρότυπα, τα οποία ορίζονται ως «οριζόντια πρότυπα». Τα «οριζόντια» είναι πρότυπα γενικών απαιτήσεων και γενικών γνωστοποιήσεων. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τα υπόλοιπα δέκα πρότυπα, τα οποία αφορούν σε πληροφορίες σχετικά με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση και ορίζονται ως «θεματικά πρότυπα». Η τελευταία κατηγορία αφορά στα «ειδικά τομεακά πρότυπα» και είναι αυτά που εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, ανάλογα με τον τομέα δραστηριότητας. Είναι πολυθεματικά και αποσκοπούν στην επίτευξη σημαντικού βαθμού συγκρισιμότητας, προσεγγίζοντας τη γνωστοποίηση πληροφοριών ενός συγκεκριμένου τομέα, που δεν καλύπτονται καθόλου ή όχι επαρκώς από τα θεματικά πρότυπα της δεύτερης κατηγορίας.
Με το τρόπο αυτό επιτυγχάνεται μία πλήρης προσέγγιση στις επιδόσεις της επιχείρησης ως προς την υλοποίηση της στρατηγικής βιωσιμότητας που ακολουθεί και τις επιπτώσεις της στρατηγικής αυτής στα οικονομικά της μεγέθη (χρηματοοικονομικές πληροφορίες) σε μία δεδομένη στιγμή (ημερομηνία αναφοράς) αλλά και στο μέλλον.
Μελετώντας τα θεματικά και τα ειδικά τομεακά πρότυπα ο αναγνώστης μίας έκθεσης βιωσιμότητας μπορεί να κατανοήσει κατ’ αρχήν την ποιότητα του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης και ειδικότερα τους ελέγχους και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για την παρακολούθηση, τη διαχείριση και την επίβλεψη των επιπτώσεων, των κινδύνων και των ευκαιριών βιωσιμότητας. Στο σημείο αυτό, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να σημειωθεί, πως ειδικά για τις ανώνυμες εταιρείες με τίτλους εισηγμένους προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αθηνών, οι πληροφορίες αυτές συσχετίζονται σημαντικά με τις επίσης μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες που γνωστοποιούνται στη δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 152 του Ν. 4548/2017, που αναφέραμε προηγουμένως. Το δε σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αθηνών ανώνυμης εταιρείας διαμορφώνεται υποχρεωτικά βάσει του νομικού πλαισίου για την εταιρική διακυβέρνηση στην Ελλάδα με κύριο άξονα τον Ν. 4706/2020. Έτσι, ως προς τις μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες για τη βιωσιμότητα και τη συμμόρφωση σχετικά με τη διακυβέρνηση, λειτουργεί πλέον ένα σύνθετο πλέγμα διατάξεων υποχρεωτικού δικαίου, το οποίο χρειάζεται ιδιαίτερη μελέτη και προσοχή.
Η δεύτερη ενότητα γνωστοποιήσεων των θεματικών και ειδικών τομεακών προτύπων αφορά στη στρατηγική της επιχείρησης σχετικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό, η στρατηγική βιωσιμότητας παρουσιάζεται συσχετιζόμενη με το επιχειρηματικό της μοντέλο, το οποίο και εναρμονίζεται πλήρως με το σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης που υιοθετεί και εφαρμόζει η εταιρεία. Στη συγκεκριμένη ενότητα γνωστοποιήσεων οι πληροφορίες αυτές αναδεικνύουν τις αλληλεπιδράσεις της στρατηγικής και του επιχειρηματικού μοντέλου επί των επιπτώσεων, των κινδύνων και των ευκαιριών της επιχείρησης, προβάλλοντας ταυτόχρονα και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται από τη διοίκηση.
Η τρίτη ενότητα αφορά στη διαχείριση των επιπτώσεων, των κινδύνων και των ευκαιριών και μπορεί να διακριθεί στην παρουσίαση πληροφοριών σχετικά με τα αποτελέσματα δύο φάσεων. Η πρώτη επεξεργάζεται τον εντοπισμό των επιπτώσεων, των κινδύνων και των ευκαιριών και την αξιολόγηση της σημαντικότητάς τους, τόσο εξωτερικά ως προς το περιβάλλον και την κοινωνία, όσο και εσωτερικά ως προς τα χρηματοοικονομικά μεγέθη της επιχείρησης και φυσικά την εταιρική αξία. Στη δεύτερη φάση, παράγονται τα αποτελέσματα από τη διαχείριση των θεμάτων βιωσιμότητας από την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών και δράσεων. Τα αποτελέσματα αυτά γνωστοποιούνται ως συνέχεια των παραγόμενων της πρώτης φάσης. Θα πρέπει να τονίσουμε πως και στην περίπτωση αυτή, η διαχείριση κινδύνων αποτελεί μία ουσιώδη και θεμελιωμένη διαδικασία και πρέπει να ενσωματώνεται ως υποσύστημα στο μοντέλο εταιρικής διακυβέρνησης της ανώνυμης εταιρείας με τίτλους εισηγμένους προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αθηνών, σύμφωνα με τον Ν. 4706/2020.
Οι προαναφερθείσες πληροφορίες, που συντάσσονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις των θεματικών και τομεακών προτύπων, ενισχύονται και με μία τέταρτη ομάδα γνωστοποιήσεων, στο πλαίσιο της οποίας παρουσιάζονται δείκτες μέτρησης και στόχοι. Η εν λόγω ενότητα αποτελεί ουσιαστικά την ποσοτικοποίηση των επιδόσεων της διοίκησης ως προς την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας, που έχουν τεθεί σύμφωνα με τη στρατηγική και αναδεικνύει την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα του επιχειρηματικού μοντέλου στον τομέα αυτό (πληροφορίες της δεύτερης ενότητας γνωστοποιήσεων). Επιπλέον, η ενότητα αυτή αποτελεί έναν επίλογο όπου παρουσιάζονται ποσοτικοποιημένα τα αποτελέσματα των επιδόσεων της διοίκησης στη βιώσιμη ανάπτυξη της εταιρείας (τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού / στρατηγικής, όσο και ως προς τις εσωτερικές και εξωτερικές επιδράσεις / επιπτώσεις) και συνεπακόλουθα και στην εταιρική της αξία.
Φαίνεται λοιπόν ότι, λόγω της διαρκώς αυξανόμενης στόχευσης των επενδυτών σε τοποθετήσεις κεφαλαίων σε βιώσιμες επιχειρηματικές πρακτικές, η χρηματοοικονομική πληροφόρηση από μόνη της δεν επαρκεί για την υποστήριξη των οικονομικών αποφάσεων σχετικά με τις επιχειρήσεις. Οι ενδιαφερόμενοι χρειάζεται να γνωρίζουν ακόμα και λεπτομερείς μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες σχετικά με τη βιωσιμότητα, συνδυαστικά με τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες δίνουν μία πληρέστερη, σφαιρική και ακριβή εικόνα των επιδόσεων της διοίκησης και έτσι και η ανάλυσή τους καταλήγει σε περισσότερο ασφαλείς εκτιμήσεις για την εταιρική αξία.